υπνηλία — η 1. ακατανίκητη τάση για ύπνο φυσιολογική ή παθολογική, η νύστα. 2. η κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφορικός — καταφορικός, ή, όν (Α) [κατάφορος] 1. σφοδρός, ορμητικός, υβριστικός 2. αυτός που νυστάζει, που έχει υπνηλία 3. αυτός που επιφέρει λήθαργο, υπνηλία. επίρρ... καταφορικῶς (Α) 1. σφοδρά, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) με κένωση, με εκκένωση, με… … Dictionary of Greek
υπογλυκαιμία — (Ιατρ.). Υπερβολική μείωση του ποσού σακχάρου στο αίμα (κάτω από 70 χιλ.%), που προκαλεί πολύπλοκο σύνδρομο. Συχνότερη αιτία της υ. είναι η θεραπεία με ινσουλίνη, οπότε ο ασθενής καταλαμβάνεται από υπνηλία, που μπορεί να καταλήξει σε… … Dictionary of Greek
αεροπόρος — Ο χειριστής αεροπλάνου. Επίσης, εκείνος που ανήκει στο σώμα της αεροπορίας. νόσος των α. Ασθένεια των χειριστών των αεροπλάνων. Οφείλεται σε υπερκόπωση εξαιτίας συνεχών και δύσκολων πτήσεων. Εκδηλώνεται με αδυναμία, έντονη υπνηλία, τρέμουλο των… … Dictionary of Greek
ανθυπνωτικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τον ύπνο, την υπνηλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υπνωτικός. Η λ. ανθυπνωτικόν, το μαρτυρείται από το 1877 στον λόγιο και συγγραφέα Εμμανουήλ Ροΐδη] … Dictionary of Greek
αποκάρωμα — το κ. αποκαρωμάρα, η 1. υπνηλία, νάρκη 2. δειλία, λιποψυχία … Dictionary of Greek
αταρακτικός — ή, ό (νευρολ.) 1. ο σχετικός με την αταραξία 2.φρ. «αταρακτικά φάρμακα» ηρεμιστικά τα οποία δεν προκαλούν έντονη υπνηλία ή ευφορία … Dictionary of Greek
εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… … Dictionary of Greek
κάρωση — η (Α κάρωσις) [καρώ] βάρος ή ζάλη τού κεφαλιού, λήθαργος, υπνηλία, νάρκωση· … Dictionary of Greek
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek